Αυτό που έχει σημασία για τις παθήσεις του μαστού είναι ότι υπάρχει δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης. Οι γυναίκες πρέπει να είναι ευαισθητοποιημένες και κατάλληλα ενημερωμένες. Είναι μία νόσος πολυπαραγοντική και παίζει ρόλο το φύλο (100 φορές πιο μεγάλος ο κίνδυνος στις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες), η ηλικία, η πρώιμη έναρξη της περιόδου και η καθυστερημένη εμμηνόπαυση, η τεκνοποίηση, ο θηλασμός, η κληρονομικότητα, η διατροφή, η άσκηση, η λήψη ορμονών, η ακτινοβόληση στο μαστό και η ύπαρξη αλλοιώσεων στο μαστό που προδιαθέτουν στην ανάπτυξη καρκίνου.
Προστατευτική δράση φαίνεται να έχει η τεκνοποίηση ειδικά έως την ηλικία των 35 και ο μητρικός θηλασμός. Η καλή διατροφή, η σωματική άσκηση, η αποφυγή του καπνίσματος, η αποφυγή του αλκοόλ και η καταπολέμηση της παχυσαρκίας είναι απλά μέτρα που έχουν ευεργετική επίδραση και προστατεύουν τόσο από τον καρκίνο του μαστού, αλλά και από άλλα είδη καρκίνου και καρδιαγγειακές παθήσεις. Επίσης, θα πρέπει να αποφεύγεται η άσκοπη έκθεση σε ακτινοβολίες, ιδιαίτερα σε νεαρές ηλικίες. Η λήψη αντισυλληπτικών δε σχετίζεται με ανάπτυξη καρκίνου μαστού, αντίθετα η ορμονική υποκατάσταση μετά την εμμηνόπαυση έχει συνδεθεί με εμφάνιση περιπτώσεων καρκίνου μαστού.
Η σύσταση από τους φορείς υγειονομικής περίθαλψης για εξετάσεις που δίνουν τη δυνατότητα πρώιμης διάγνωσης προκαρκινικών καταστάσεων είτε τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού σε αρχικά στάδια.
● Αυτοεξέταση μαστών κάθε μήνα
● Κλινική εξέταση από ειδικό ιατρό κάθε χρόνο
● Υπερηχογράφημα κάθε χρόνο και επί ενδείξεων συχνότερα
● Μαστογραφία κάθε χρόνο
● Μαγνητική μαστογραφία
Ο μαστός μίας γυναίκας από την εφηβεία έως και την εμμηνόπαυση υφίσταται πολλές μεταβολές. Οι γυναίκες πρέπει να εκπαιδευτούν στην αυτοεξέταση του μαστού τους ώστε να εξοικειωθούν με το στήθος τους και έγκαιρα να ανιχνεύσουν κάποια ύποπτη μεταβολή. Αυτό που μπορούν να ελέγχουν είναι:
● το σχήμα
● το μέγεθος
● η συμμετρία
● αλλαγές στο δέρμα
● έκκριμα από τη θηλή
● ψηλάφηση κάποιας σκληρίας
Για την τεχνική της αυτοεξέτασης θα πρέπει να εκπαιδευθούν από κάποιο γιατρό ώστε να ακολουθούν τα ίδια βήματα και τεχνική την ίδια μέρα του κύκλου κάθε μήνα. Η αυτοεξέταση καλό θα είναι να αρχίσει από την ηλικία των 20 ετών. Δύο λεπτά κάθε μήνα μπορούν να βοηθήσουν στην έγκαιρη διάγνωση. Η αυτοεξέταση του μαστού δεν υποκαθιστά την κλινική εξέταση από τον κατάλληλο ιατρό, όμως ένα ύποπτο εύρημα μπορεί να οδηγήσει τη γυναίκα πιο γρήγορα στον ιατρό. Θα πρέπει να γίνεται κλινική εξέταση ανά έτος από κατάλληλο ιατρό και εξετάσεις καθώς δυστυχώς δεν είναι πάντα ψηλαφητός ο καρκίνος του μαστού.
Στις νεαρές γυναίκες η μαστογραφία αντενδείκνυται γιατί ο μαζικός αδένας είναι πολύ πυκνός και δεν έχει διαγνωστική ακρίβεια η εξέταση καθώς επίσης επειδή είναι ευαίσθητος στην ακτινοβολία δεν θα πρέπει να δεχτεί ακτινοβολία χωρίς σοβαρό λόγο.
Έτσι, οι νεαρές γυναίκες μπορούν αρχικά να υποβάλλονται σε υπερηχογράφημα μαστών. Μόνο εάν υπάρξει ύποπτο εύρημα στον υπέρηχο η σε ψηλάφηση θα γίνει μαστογραφία σε νεαρές γυναίκες.
Από την ηλικία των 40 και μετά οι γυναίκες πρέπει να υποβάλλονται σε ετήσιο έλεγχο με ψηφιακή μαστογραφία. Εάν όμως υπάρχει οικογενειακό ιστορικό από μητέρα, αδερφή η θεία με καρκίνο του μαστού (σπανιότερα και άντρα συγγενή πρώτου βαθμού), τότε ο έλεγχος με μαστογραφία θα γίνει νωρίτερα ενώ ετησίως θα πρέπει να γίνεται υπερηχογράφημα ανεξαρτήτου ηλικίας.
Η μαστογραφία πρέπει να γίνεται μετά την έμμηνο ρύση, 7η-10η ημέρα του κύκλου (μετρώντας από την πρώτη ημέρα της περιόδου) που ο μαστός είναι λιγότερο πρησμένος και να αποφεύγεται στο μέσο του κύκλου, γιατί τότε ο μαστός διογκώνεται και τα ευρήματα μπορεί να είναι παραπλανητικά. Στις γυναίκες που δεν έχουν περίοδο δεν έχει σημασία η μέρα που θα γίνει η μαστογραφία.
Η μαγνητική μαστογραφία δεν είναι εξέταση ρουτίνας, όμως είναι πολύ χρήσιμη στον έλεγχο ευρημάτων από μαστογραφία και υπερηχογράφημα μαστών, όταν δεν υπάρχουν σαφή συμπεράσματα και έχει αυστηρές ενδείξεις
● Σε ασθενείς με μεγάλους ή πυκνούς μαστούς, όπου μπορεί να αναδείξει πολυεστιακή νόσο ή βλάβες που είναι δύσκολο να εκτιμηθούν με τη μαστογραφία, όπως ένα διηθητικό λοβιακό καρκίνωμα.
● Σε ψηλαφητή μάζα χωρίς ευρήματα από μαστογραφία και υπερηχογράφημα
● Σε ασθενείς με θετική μασχάλη κλινικά και αρνητικά ευρήματα στο μαστό στον υπέρηχο και τη μαστογραφία
● Στον έλεγχο γυναικών με θετικότητα στα γονίδια BRCA1 και BRCA2
● Για την εκτίμηση υπολειπόμενου διηθητικού όγκου μετά από προεγχειρητική χημειοθεραπεία
● Σε εγκύους
● Σε γυναίκες με εμφυτεύματα μαστών
Μεταλλάξεις στα ογκοκατασταλτικά γονίδια BRCA1 και BRCΑ2 οδηγούν σε αυξημένη προδιάθεση για καρκίνο μαστού και ωοθηκών που αγγίζει το 60-80%. Ο έλεγχος των γονιδίων BRCA1 και BRCA2 γίνεται για τον εντοπισμό γυναικών που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου μαστών και ωοθηκών, ώστε να γίνει κατάλληλη παρακολούθηση και θεραπευτική προσέγγιση.
Ποια γυναίκα θα πρέπει να παραπέμπεται για γενετική συμβουλευτική και έλεγχο μεταλλάξεων BRCA1 και BRCA2:
● Συγγενείς γνωστών φορέων BRCA1 και BRCA2
● Καρκίνος μαστού που εμφανίστηκε πριν τα 40 έτη
● Τουλάχιστο 2 περιπτώσεις καρκίνου μαστού στην ίδια οικογένεια πριν τα 50 έτη.
● Καρκίνος ωοθηκών και καρκίνος μαστού στο ίδιο άτομο της οικογένειας
● Καρκίνος μαστού σε άνδρα
● Ιστορικό καρκίνου και των δύο μαστών
● Περισσότερες από 3 περιπτώσεις μαστού/ωοθηκών στην ίδια οικογένεια, ανεξάρτητα ηλικίας εμφάνισης
Ο ρόλος του ιατρού στην πρόληψη του καρκίνου του μαστού είναι να μελετήσει το ιστορικό και μετά από πλήρη κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο με κατάλληλες εξετάσεις να στοχεύσει στην έγκαιρη διάγνωση και την πρόληψη εμφάνισης της νόσου. Η συνεχής ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των γυναικών, η συνεχής εξέλιξη των διαγνωστικών μέσων και η υλοποίηση προγραμμάτων πληθυσμιακού ελέγχου συμβάλλουν στη πρόληψη του καρκίνου του μαστού, την ανακάλυψή του σε πρωιμότερα στάδια με τελικό αποτέλεσμα την αποτελεσματικότερη θεραπεία του.